ταπεινόφρων

ταπεινόφρων
ταπεινόφρων
mean-spirited
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταπεινοφρόνων — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρον — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρονα — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρονας — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρονες — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρονι — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρονος — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφροσι — ταπεινόφρων mean spirited masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόφρονας — ο / ταπεινόφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, και θηλ. ταπεινόφρων και ως επίθ. ταπεινόφρων, ον, Ν μετριόφρονας, μετριοπαθής αρχ. 1. ποταπός, χαμερπής 2. δουλοπρεπής. επίρρ... ταπεινοφρόνως ΝΜΑ με ταπεινοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + φρων (< φρήν, φρενός),… …   Dictionary of Greek

  • αβρόφρων — ον λεπτός στους τρόπους, ευγενικός στη συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβρός, κατά τα ταπεινός ταπεινόφρων της Αρχαίας Ελληνικής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”